-
1 ὀπώρα
ὀπώρ-α, [dialect] Ion. [suff] ὀπώρ-η, ἡ: sts. [full] ὁπώρα, cf. χεῖμα χὠπώραν, i.e. καὶ ὁπ-, Alcm.76 (χειμάχωι πάραν, etc. codd.) ; pr. nn.AὉπωρίς IG5(1).1497
, Hopora CIL6.21782 ; cf. μεθόπωρον, μεθοπωρινός:— the part of the year between the rising of Sirius and of Arcturus (i.e. the last days of July, all Aug., and part of Sept.), the latter part of summer; Hom. names θέρος and ὀπώρη together,θέρος τεθαλυῖά τ' ὀπώρη Od.11.192
; Σείριος being the star of ὀπώρη, Il.22.27 ; cf. ὀπωρινός.—In later times it became the name of a definite season, autumn (v.ὥρα 1.1
c), but was still used sts. to denote summer (autumn being distd. as φθινόπωρον or μετόπωρον), ἀρξάμενος ἀπὸ τοῦ ἠρινοῦ χρόνου πρὸ ὀπώρας X.HG3.2.10
, cf. Ar.Av. 709, Arist.Mete. 348a1 ;ἐπ' ὀκτὼ μῆνας Κυρηναίους ὀπώρη ἐπέχει Hdt.4.199
;νέας δ' ὀπώρας ἡνίκ' ἂν ξανθῇ στάχυς A.Fr.304.7
.II fruit,γλαυκῆς ὀπώρας.. ποτοῦ χυθέντος.. Βακχίας ἀπ' ἀμπέλου S.Tr. 703
;τέμνεται βλαστουμένη καλῶς ὀ. Id.Fr.255.8
;σικυούς, βότρυς, ὀπώραν Ar.Fr.569.1
: so in Prose, X. HG2.4.25, Pl.Lg. 844d, 845c, Arist.HA 606b2, 629a2 : in this sense also in pl., Is.11.43 ; Alcm. (75 ) even calls honey κηρίνα ὀπώρα;ἐαρινὴ ὀπώρα Alciphr.Fr.6.10
.III metaph., life's summer, the time of youthful ripeness, Pi.I.2.5 ; τέρειναν ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν (v. οἰνάνθη) Id.N.5.6 ; ripe virginity, A.Supp. 998, 1015 ;ὀ. Κύπριδος Chaerem.12
. -
2 κήρινος
II metaph., pliable as wax,τοὺς θυμοὺς.. κηρίνους ποιεῖν Pl.Lg. 633d
;κηρίνας τὰς ὑπολήεις ἔχειν Arr.Epict.3.16.10
.2 wax-coloured, pallid, Suid. s.v. ἐκηριώθην.3 of women, ' made up' with cosmetics, Philostr. Ep.22, cf.VA2.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κήρινος
См. также в других словарях:
οπώρα — η (ΑΜ ὀπώρα, Α και ὁπώρα, ιων. τ. ὀπώρη, λακων. τ. ὀπάρα) εδώδιμος καρπός ξυλώδους ή ποώδους φυτού, φρούτο μσν. αρχ. η εποχή τού έτους από την επιτολή τού Σειρίου μέχρι την επιτολή τού Αρκτούρου, το δεύτερο μέρος τού καλοκαιριού, δηλ. το διάστημα … Dictionary of Greek